- στοιβαστός
- στοιβ-αστός, ή, όν,A packed, pressed together, PLond.3.856.20 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιβαστός — ή, όν, ΜΑ [στοιβάζω] στοιβαχτός μσν. (για αποστελλόμενα εμπορεύματα) συσκευασμένος … Dictionary of Greek
πετροστοίβαστος — ον, Μ (για τόπο) γεμάτος πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + στοιβαστός (< στοιβάζω)] … Dictionary of Greek